φιλιακός — ή, όν, Α [φιλία] 1. φιλικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλιακόν σύλλογος τού οποίου τα μέλη συνδέονταν μεταξύ τους με φιλικούς δεσμούς … Dictionary of Greek
φιλιακή — φιλιακός friendly society fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)